ἀναστάσεις

ἀναστάσεις
ἀνάστασις
making to stand
fem nom/voc pl (attic epic)
ἀνάστασις
making to stand
fem nom/acc pl (attic)
ἀναστά̱σεις , ἀνίστημι
make to stand up
aor subj act 2nd sg (epic doric)
ἀναστά̱σεις , ἀνίστημι
make to stand up
fut ind act 2nd sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πανοικεσία — και πανοικησίᾳ Α επίρρ. μαζί με όλη την οικογένεια, οικογενειακώς («πανοικεσίᾳ τὰς ἀναστάσεις ἐποιοῡντο», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. έχει προέλθει από τη δοτ. ενός αμάρτυρου ουσ. *πανοικεσία < παν * + οικεσία (< θ. οἰκέτ τού οἰκέτ ης με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”